- εξασφαλίζω
- εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξασφαλίζω — εξασφαλίζω, εξασφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… … Dictionary of Greek
ἐξασφαλιζόμενον — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενον — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενοι — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλιζόμενος — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῆναι — ἐξασφαλίζω make secure aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισθῇ — ἐξασφαλίζω make secure aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλισάμενος — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξασφαλίζεσθαι — ἐξασφαλίζω make secure pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)